- ἐπηλάλαξεν
- ἐπαλαλάζωraise the war-cryaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαλαλάζω — ἐπαλαλάζω (Α) βγάζω πολεμική κραυγή («αὐτὸς δ ἐπηλάλαξεν, ἔνθεος δ Ἄρει βακχᾷ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek